- εμβολίζω
- μετ.1) забивать, вколачивать; заталкивать, засовывать; 2) расклинивать, раздвигать клином
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβολίζω — εμβολίζω, εμβόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμβολίζω — 1. ανοίγω με το έμβολο 2. χτυπώ εχθρικό πλοίο με εμβολή … Dictionary of Greek
εμβολίζω — εμβόλισα, μτβ., σπρώχνω ή διανοίγω με το έμβολο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)